- λωτοί
- λωτόςclovermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρθενοκαρπία — Σχηματισμός καρπών με κανονική εξέλιξη και ανάπτυξη, χωρίς να έχει μεσολαβήσει γονιμοποίηση για να προκαλέσει την ανάπτυξη των γειτονικών βοηθητικών ιστών της ωοθήκης και του ωαρίου. Η π. μπορεί να συμβεί στη φύση εξαιτίας στείρωσης της γύρης,… … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
Πρέμτσαντ — (1880 – 1936). Ψευδώνυμο του Ινδού συγγραφέα και δημοσιολόγου Ντανπάτ Ράι Σριβαστάφ. Στην αρχή εργάστηκε ως δάσκαλος και επιθεωρητής σχολείων. Πήρε μέρος στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της χώρας του και άσκησε αυστηρή κριτική στην αποικιοκρατία … Dictionary of Greek